Τα Οικονομικά είναι η κοινωνική επιστήμη που μελετά την παραγωγή, διανομή και κατανάλωση των αγαθών και υπηρεσιών. Περιγράφει τη διαδικασία σε όρους ανταλλαγής μεταξύ ανταγωνιστικών επιλογών, όπως παρατηρείται μέσω μετρήσιμων ποσοτήτων όπως είναι οι εισροές, οι τιμές και οι εκροές.
Τα οικονομικά μελετούν την ανθρώπινη συμπεριφορά και ευημερία σαν μια σχέση μεταξύ σπανιων πόρων (που έχουν και άλλες χρήσεις) και κοινωνικών επιδιώξεων (Lionel Robbins, 1935). Η επιστήμη αποτελείται από διάφορες (δυνητικά ασύμβατες) θεωρίες για τα συστήματα παραγωγής και διανομής. Τα θέματα για τα οποία υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα οικονομικά είναι η κατανομή των πόρων, η παραγωγή, η διανομή ή ανταλλαγή, και ο ανταγωνισμός.
Η κατανόηση των επιλογών των ατόμων και των ομάδων κατέχει κεντρική θέση. Με τη σπανιότητα, η κατάληξη σε μια επιλογή υπονοεί την παραίτηση από μια άλλη (κόστος ευκαιρίας). Για παράδειγμα, η απόκτηση μιας δεξιότητας υπονοεί ότι δεν θα διατεθεί χρόνος για την απόκτηση μιας διαφορετικής δεξιότητας. Σε όρους αγοράς, η κυρίαρχη θεωρία λέει πως η σπανιότητα ποσοτικοποιείται μέσω των τιμών.
Οι οικονομολόγοι πιστεύουν πως τα κίνητρα και οι επιθυμίες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των αποφάσεων. Έννοιες από το Ωφελιμιστικό φιλοσοφικό ρεύμα σκέψης χρησιμοποιούνται σαν αναλυτικά εργαλεία στα οικονομικά, παρ'όλο που οι οικονομολόγοι αντιλαμβάνονται πως η κοινωνία μπορεί να μην υιοθετεί τους στόχους του ωφελιμισμού. Ένα παράδειγμα είναι η έννοια της συνάρτησης χρησιμότητας που υποτίθεται πως είναι το μέσο με το οποίο τα οικονομικώς ενεργά άτομα αποφασίζουν τι τα κάνει "ευτυχισμένα" και και τι αποφάσεις πρέπει να πάρουν κατά την επιδίωξη αυτής της ευτυχίας.
Τα οικονομικά λέγεται οτι είναι θετικά όταν επιδιώκουν να εξηγήσουςν τις συνέπειες διαφόρων επιλογών με δεδομένες κάποιες υποθέσεις και κανονιστικά όταν επιβάλλουν συγκεκριμένες ενέργειες. Καθότι αποτυχίες των οικονομικών συστημάτων έχουν οδηγήσει σε λιμούς, υφέσεις και πιέσεις που οδήγησαν σε επαναστάσεις, τα οικονομικά αναφέρονται και ως "η ζοφερή επιστήμη", και η μελέτη της είναι πλήρης τόσο ουτοπικών επιδιώξεων, όσο και πολεμικών διαφωνιών. Τελικά, η μελέτη των οικονομικών επιδιώκει να βασίσει τις διαφωνίες σε όρους μετρήσιμων γεγονότων παρά σε ιδεολογίες ή προκαταλήψεις.
Πίνακας περιεχομένων[Απόκρυψη] |
Τα οικονομικά χωρίζονται σε 2 κύριους κλάδους:
Η προσπάθεια να δοθεί μικροοικονομική θεμελίωση στα μακροοικονομικά, αποτέλεσε σημαντικό μέρος της έρευνας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980. Σήμερα, πολλοί μακροοικονομολόγοι θεωρούν πως η μακροοικονομική έχει αποδεδειγμένα γερά μικροοικονομικά θεμέλια, δηλαδή πως οι υποθέσεις της έχουν θεωρητική και εμπειρική βάση στη μικροοικονομική ανάλυση. Οι περισσότεροι μικροοικονομολόγοι θα απαντούσαν ότι η χρήση της μικροοικονομίας που γίνεται στα μακροοικονομικά είναι μάλλον επιφανειακή και οι θεωρητικοί του συγκερασμού (aggregation) θα έλεγαν ότι έτσι κι αλλιώς ο συγκερασμός πολλών υποκειμένων με μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, δεν βγάζει ένα σύνολο με την ίδια συμπεριφορά. Δηλαδή αν έχουμε 1000 άτομα με κάποια συμπεριφορά, δεν συμπεριφέρονται απαραίτητα σαν ένα 1000 φορές μεγαλύτερο άτομο, με την συμπεριφορά του μέσου όρου. Είναι μάλιστα απόλυτα δυνατόν, το σύνολο να παρουσιάζει χαρακτηριστικά και κανονικότητες που δεν παρουσιάζει κανένα άτομο, που ανήκει στο σύνολο, μόνο του.
Υπάρχουν επίσης διάφορα ερευνητικά πεδία που δεν περιορίζονται σε μόνο μια από τις δυο κατηγορίες μάκρο/μίκρο. Μερικά από αυτά τα ερευνητικά πεδία είναι: τα οικονομικά της εργασίας, τα οικονομικά της ευημερίας, τα οικονομικά του περιβάλλοντος, η χρηματοοικονομική, τα οικονομικά της αστικής ανάπτυξης.
Επίσης, υπάρχουν μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι με ευρεία θεωρητική στήριξη.
Άλλοι διαχωρισμοί είναι πιθανοί. Η χρηματοοικονομική θεωρούνταν παραδοσιακά μέρος της οικονομικής θεωρίας - καθώς έχει μικροοικονομικές ρίζες - αλλά σήμερα έχει καθιερωθεί σαν ξεχωριστή, αν και στενά σχετιζόμενη, επιστήμη.
Υπάρχει μια ολοένα και αυξανόμενη τάση να μεταφέρονται σε άλλα πεδία ιδέες και μέθοδοι από τα οικονομικά. Επειδή η οικονομική ανάλυση επικεντρώνεται στη λήψη αποφάσεων, μπορεί να εφαρμοστεί (με διάφορους βαθμούς επιτυχίας) σε κάθε τομέα όπου άνθρωποι έχουν εναλλακτικές λύσεις - εκπαίδευση, γάμοι, υγεία κλπ.
Η Θεωρία της Κοινωνικής ή Δημόσιας Επιλογής εξετάζει πως η οικονομική ανάλυση μπορεί να εφαρμοστεί σε πεδία που παραδοσιακά θεωρούνται έξω από το αντικείμενό της. Τα πεδία έρευνας, λοιπόν, εν μέρει συμπίπτουν με άλλες κοινωνικές επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας.
Δείτε την πολιτική οικονομία για τη μελέτη των οικονομικών στο πλαίσιο της πολιτικής επιστήμης. Η επικρατούσα πολιτική οικονομία ονομάζεται καπιταλισμός.
Η μικροοικονομική θεωρία μέσω των εννοιών της προσφοράς και της ζήτησης προσπαθεί να περιγράψει, εξηγήσει και προβλέψει την τιμή και την ποσότητα αγαθών που πωλούνται σε ανταγωνιστικές αγορές. Είναι ένα από τα πλέον θεμελιώδη οικονομικά μοντέλα, που χρησιμοποιείται συνεχώς σαν συστατικό στοιχείο σε πολλά περισσότερο ενδελεχή οικονομικά μοντέλα και θεωρίες. Μπορούμε να πούμε πως είναι έννοιες τόσο καθολικές στα οικονομικά που οποιαδήποτε θεωρία μπορεί να αναλυθεί στις δύο αυτές πλευρές, την προσφορά και τη ζήτηση.
Σε γενικές γραμμές η θεωρία υποστηρίζει ότι όταν τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε μια αγορά έχουν τιμή στην οποία οι καταναλωτές απαιτούν περισσότερα από όσα είναι διατεθειμένες οι επιχειρήσεις να παρέχουν, η έλλειψη που δημιουργείται τείνει να ανεβάσει την τιμή τους. Η διαφορά της ποσότητας που οι καταναλωτές ζητούν πέραν από αυτή την οποία οι επιχειρήσεις προσφέρουν, ονομάζεται υπερβάλουσα ζήτηση. Οι καταναλωτές που δημιουργούν την υπερβάλουσα ζήτηση είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για την απόκτηση των αγαθών που έχουν ανάγκη και έτσι θα πλειοδοτήσουν στην υψηλότερη τιμή. Όσο όμως η τιμή αγοράς αυξάνει, τόσο οι καταναλωτές αποστρέφονται από αυτά τα αγαθά με αποτέλεσμα η υπερβάλουσα ζήτηση να μειώνεται. Στο σημείο όπου η ποσότητα αυτή θα μηδενιστεί, οι καταναλωτές θα σταματήσουν να πλειοδοτούν και η τιμή θα σταματήσει να αυξάνει.
Αντίστοιχα, οι τιμές θα τείνουν να πέσουν αν η προσφερόμενη ποσότητα είναι μεγαλύτερη της ζήτησης (υπερβάλουσα προσφορά). Μπορούμε να σκεφτούμε ότι η διαδικασία της υπερβάλουσας προσφοράς ως την ακριβώς κατοπτρική εικόνα αυτής της υπερβάλουσας ζήτησης.
Αυτός ο μηχανισμός προσαρμογής που περιγράψαμε οδηγεί την αγορά σε ένα σημείο ισορροπίας, ένα σημείο στο οποίο δεν υπάρχει κίνητρο για αλλαγή. Αυτό το θεωρητικό σημείο ισορροπίας ορίζεται ως το σημείο όπου οι παραγωγοί είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν τόση ποσότητα αγαθών, όση ακριβώς θέλουν να αγοράσουν οι καταναλωτές. Έτσι το άθροισμα της υπερβάλουσας ζήτησης και υπερβάλουσας προσφοράς είναι μηδενικό.
Η θεωρία προσφοράς και ζήτησης είναι σημαντική για τη λειτουργία μιας οικονομίας αγοράς διότι εξηγεί το μηχανισμό μέσω του οποίου λαμβάνονται οι αποφάσεις για την κατανομή πολλών πόρων. Όταν λέμε αγορά, εννοούμε την ζήτηση και την προσφορά.Η ζήτηση και η προσφορά δεν αναφέρεται μόνο σε προιόντα και υπηρεσίες αλλά και στους παραγωγικούς συντελεστές. Η αγορά χρησιμοποιεί ένα μόνο μέσο, προκειμένου να παρακινήσει τα άτομα να ασχοληθούν με τη παραγωγή και την διανομή του προιόντος.Είναι η τιμή του προιόντος που αγοράζουμε, αλλά και οι τιμές των παραγωγικών συντελεστών, (μισθοί, κέρδη, τόκοι, ενοίκια).
Προκειμένου να μετρηθούν οι αυξομειώσεις της προσφοράς και της ζήτησης, είναι απαραίτητη μια μετρήσιμη αξία. Η παλαιότερη και πλέον χρησιμοποιημένη είναι η Τιμή, ή αλλιώς η τρέχουσα σχέση ανταλλαγής μεταξύ αγοραστών και πωλητών στην αγορά. Η θεωρία της τιμής, λοιπόν, χαρτογραφεί την κίνηση μετρήσιμων μεγεθών στο χρόνο, και τη σχέση μεταξύ τιμής και άλλων μετρήσιμων μεταβλητών. Στον Πλούτο των Εθνών του Άνταμ Σμίθ αυτό ήταν η σχέση ανταλλαγής μεταξύ τιμής και (?)ευκολίας. Ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής θεωρίας είναι βασισμένο στις θεωρίες τιμών και προσφοράς και ζήτησης. Στην οικονομική θεωρία, ο πιό αποτελεσματικός τρόπος επικοινωνίας είναι όταν αλλαγές σε μια οικονομία γίνονται μέσω των τιμών, όπου υπερβολική προσφορά οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές και υπερβολική ζήτηση οδηγεί σε υψηλότερες τιμές.
Σε πολλά πρακτικά οικονομικά μοντέλα, υπάρχει ενσωματωμένη κάποια μορφή "άκαμπτων τιμών" ωστε να ενσωματωθεί το παρατηρούμενο γεγονός πως σε πολλές αγορές οι τιμές δεν μεταβάλλονται ομαλά. Η οικονομική πολιτική συχνά επικεντρώνεται γύρω από διαφωνίες για τα αίτια της "οικονομικής τριβής", ή αλλιώς ακαμψίες τιμών, που συνεπώς αποτρέπει την προσφορά και τη ζήτηση να ισορροπήσουν.
Μια άλλη εστία διαφωνίας είναι κατά πόσο η τιμή μετρά την αξία σωστά. Στην επικρατούσα οικονομική θεωρία της αγοράς, όπου υπάρχει σημαντική σπανιότητα που δεν ενσωματώνεται στην τιμή, λέγεται ότι υπάρχουν εξωτερικότητες στο κόστος. Τα οικονομικά της αγοράς προβλέπουν ότι τα σπάνια αγαθά που έχουν τιμή μικρότερη της αξίας, υπερκαταναλώνονται (δες κοινωνικό κόστος). Αυτό οδηγεί στην θεωρία των δημόσιων αγαθών.
Επειδή η σπανιότητα κι η απόφαση είναι κεντρικά σημεία της οικονμικής θεωρίας, η ερώτηση τι είναι μια βασική ανταλλαγή στα οικονομικά είναι μεγάλης σημασίας. Σε κάθε οικονομική θεωρία, υπάρχει μια βασική ανταλλαγή δύο ή περισσοτέρων απόλυτα σπανίων εμπορευμάτων. Για τον Άνταμ Σμιθ ήταν ορισμένο ως το εμπόριο χρόνου ή σκοπιμότητας για χρήματα. Π.χ. : ένα άτομο μπορεί να μένει κοντά στην πόλη κι να πληρώνει περισσότερο για ενοίκιο ή για κατοκία, ή να μένει λίγο πιο μακρύα κι να πληρώνει λιγότερα, πληρώνωντας τη διαφορά έξω απο τη σκοπιμότητα του.
This view, that the primary trade-off involved in economics is between time and money, has several challengers. Each of these bases its view of scarcity on a different fundamental trade-off. A small number of economists prefer to define economics as the study of how and why people trade; this definition implies relative scarcity.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως πίσω απο την οικονομική θεωρία κρύβεται η θεωρία της αξίας. Η αξία ορίζεται ως η υποκρυπτόμενη δραστηριότητα την οποία καταπιάνωνται κι περιγράφουν τα Οικονομκά. Είναι το "ζουμί" της υπόθεσης.
Ο Άνταμ Σμιθ όρισε την Εργασία ως την πραγματική πηγή της αξίας, κι η εργασιακή θεωρία της αξίας βρίσκεται πίσω από τα έργα του Καρλ Μαρξ, του Ντέηβιντ Ρικάρντο κι άλλων "κλασσικών" οικονομολόγων. Η εργασιακή θεωρία της αξίας υποστηρίζει οτι ενα αγαθό ή μια υπηρεσία έχουν ίση αξία με την εργασία που χρειάστηκε για να παραχθούν. Για τους περισσότερους, αυτή η αξία προσδιορίζει την τιμή ενός εμπορεύματος. Η θεωρία αυτή κι η κοντινή σε αυτή θεωρία της αξίας ως προς το κόστος παραγωγής δεσπόζει στα έργα των περισσότερων κλασσικών αλλά δεν είναι η μόνη βάση για τον ορισμό της αξίας που επικρατεί. Υπάρχει όμως η οριακή θεωρία της αξίας που υποστηρίζεται απο τους νεοκλασσικούς οικονομολόγους κι απ αυτούς της Αυστριακής σχολής.
Η θεωρία της αγοράς υποστηρίζει πως η αξία κι τιμή είναι το ίδιο, οτι στην αγορά ενσωματώνεται όλη η διαθέσιμη πληροφορία στην τιμή κι πως η ταυτόσημη σχέση τιμής-αξίας θα ισχύει οσο υπάρχει αγορά. Αυτη η "υπόθεση των αποτελεσματικων αγορων" διατυπώθηκε απο τον Μιλ.
Φυσικα τα συγχρονα οικονομικα ξεφευγουν απο την υποθεση των αποτελεσματικων αγορων. Εδω και τουλαχιστον 20 χρονια τα οικονομικα μοντελα προσαρμοζονται για να εξηγησουν μη-αποτελεσματικες αγορες. Λογοι που κανουν τις αγορες αναποτελεσματικες ειναι κυριως τα external effects, τα προβληματα πληροφοριας (κρυμμενη πληροφορια ή κρυμμενη κινηση hidden action-hidden information), οι μη-ορθολογιστες παικτες (bounded rationality) και οι τριβες στην αγορα (κοστος προσαρμογης).
Όλες αυτές οι θεωρίες χρησιμοποιούνται στη σημερινη οικονομια.
Τα οικονομικά βασίζονται σε αυστηρούς συλλογισμούς περισσότερο από τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες. Αυτό είναι τουλάχιστον το επιδιωκώμενο πρότυπο των επαγγελματιών του πεδίου. Η μεθοδολογία έχει επτά αλληλεπιδρούμενα μέρη:
Formal modelling is motivated by general principles of consistency and completeness.
Formal modelling has been adopted to some extent by all branches of economics. It is not identical to what is often referred to as mathematical economics; this includes, but is not limited to, an attempt to set microeconomics, in particular general equilibrium on solid mathematical foundations. Some reject mathematical economics: the Austrian School of economics believes that anything beyond simple logic is often unnecessary and inappropriate for economic analysis. In fact, the entire empirical-deductive framework sketched in this section may be rejected outright by this school. However, we believe the framework sketched here represents accurately the current predominant view of economics.
Εχουν τη ρίζα τους στην πολιτική οικονομία, της οποίας πρωτοπόροι διανοητές μπορούν να θεωρηθούν οι Άνταμ Σμίθ και Ντέηβιντ Ρικάρντο. Από το 1776 βέβαια που γράφτηκε "Ο Πλούτος των Εθνών" του Α.Σμίθ τα οικονομικά έχουν υποστεί μεγάλη εξέλιξη. Τα μοντέρνα οικονομικά, από το 1950-60 και μετά είναι βασισμενα κυρίως στα μαθηματικά και η μορφή της επιστημονικής αντιπαράθεσης του κλάδου δεν έχει σχεδόν τίποτα κοινό με τις μελέτες των παλιών οικονομολόγων.
Το κυρίως αντικείμενο των οικονομικών είναι η βέλτιστη αξιοποίηση περιορισμένων πόρων. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό μπορεί να γίνει με τον μηχανισμό της ελεύθερης αγοράς, με τις τιμές να μεταδίδουν τα απαραίτητα μηνύματα ώστε η προσφορά να ισούται της ζήτησης.
Για την ανάλυση των μηχανισμών της ζήτησης σε μια αγορά, οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι είναι απαραίτητη η προσέγγιση των προτιμήσεων ενός καταναλωτή με μια συνάρτηση χρησιμότητας, η οποία δίνει τη χρησιμότητα που παίρνει ο κάθε καταναλωτής από ένα συγκεκριμένο καλάθι προϊόντων. Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις οι προτιμήσεις ενός καταναλωτή γίνεται να αντιπροσωπευτούν με μια τέτοια συνάρτηση. Έχοντας αυτήν την συνάρτηση μπορούμε να αναλύσουμε την καταναλωτική επιλογή των παικτών στην αγορά και να εξετάσουμε πως διάφοροι παράγοντες, όπως η τιμή του προϊόντος και οι τιμές των άλλων προϊόντων επηρεάζουν τη ζήτηση. Ο κλάδος των οικονομικών που ασχολείται με αυτό, ονομάζεται μικροοικονομική θεωρία. Ένας σημαντικός κλάδος, που ανήκει στην μικροοικονομική θεωρία είναι και η θεωρία παιγνίων, θεμελιωμένη από τους Τζων Φον Νωυμαν, Τζων Φορμπς Νας, Ράινχαρντ Ζελτεν και Τζων Χαρσανυι. Είναι ο κλάδος που εξετάζει περιπτώσεις στρατηγικής αλληλεπίδρασης μεταξύ παικτών που προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τη χρησιμότητα τους. Τα τελευταία 20 χρόνια έχει διαδοθεί ευρέως και χρησιμοποιείται όχι μόνο στα οικονομικά αλλά και σε κλάδους όπως η εξελικτική βιολογία, η ψυχολογία κτλ
Ο δεύτερος μεγάλος κλάδος των οικονομικών, με μεγαλύτερη παράδοση και βασικό θεμελιωτή των Τζων Μευναρντ Κεινς είναι η μακροοικονομική θεωρία και ασχολείται με τα οικονομικά μεγέθη στο επίπεδο μιας χώρας, όπως το ΑΕΠ, η εθνική αποταμίευση, τα επιτόκια, τις εξαγωγές κτλ. Αυτός ο κλάδος των οικονομικών, είναι γνωστός για τις δυσκολίες του αντικειμένου, καθώς μια ολόκληρη οικονομία είναι ένα πολύπλοκο, ίσως χαοτικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση έχει κερδίσει τον σεβασμό των ανθρώπων που αποφασίζουν για οικονομικά θέματα και καθοδηγεί σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις Υπουργών οικονομικών και Κεντρικών Τραπεζών. Επισης μεγαλες επιχειρησεις χρησιμοποιουν την μακροικονομικη θεωρια για να προβλεψουν αλλαγες και κινησεις στο οικονομικο πλαισιο μεσα στο οποιο κινουνται.
Η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων δηλώνει όλους τους πιθανούς συνδυασµούς των ποσοτήτων δύο αγαθών που µπορεί να παράγει μια οικονομία ή μια επιχείρηση, µε πλήρη απασχόληση των συντελεστών της παραγωγής χρησιμοποιόντας δεδοµένη τεχνολογία.
Μια οικονομία ή επιχείρηση λειτουργεί πλήρως αποδοτικά όταν οι παραγωγικοί συνδιασμοί που επιτυγχάνει βρίσκονται πάνω στην καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων. Τα σημεία που συνθέτουν την Κ.Π.Δ. αναφέρονται σε συνδιασμούς παραγωγής αγαθών τους οποίου η οικονομία είναι σε θέση να υλοποιήσει. Όσα σημεία βρίσκονται πέρα απο την Κ.Π.Δ. είναι ανέφικτα, διότι δεν υφίσταται η αναγκαία ποσότητα παραγωγικών συντελεστών (γη, εργασία, κεφάλαιο) για ή οι διαθέσιμοι είτε οι ήδη διαθέσιμοι συντελεστές απασχολούνται πλήρως. Τέτοια σημεία μπορούν μελλοντικά να γίνουν εφικτά μέσω της οικονομικής μεγενθύνσεως, δηλαδή μέσω της αύξησης των παραγόμενων ποσοτήτων ύστερα απο μια αύξηση των ποσοτήτων των παραγωγικών συντελεστών. Μια τέτοια υπόθεση θα μετακινούσε την καμπύλη προς τα δεξιά. Αντιθέτως, όσα σημεία βρίσκονται εσωτερικώς της Κ.Π.Δ. υποδηλώνουν την γενική έλλειψη πλήρους απασχόλησης είτε την ύπαρξη ανεργίας.
Η Κ.Π.Δ. παρουσιάζει τους εναλλακτικούς συνδιασμούς ποσοτήτων δύο αγαθών που μπορεί να παράγει μια οικονομία. Κάθε φορά που αποδεσμεύονται παραγωγικοί συντελεστές απο το Α αγαθό για την παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας του Β, θυσιάζονται μονάδες απο την παραγωγή του αγαθού Α. Η θυσία παραγωγής του Α αγαθού που απαιτείται για την αύξηση της παραγωγής του Β καλείται κόστος ευκαιρίας ( ή κόστος εναλλακτικής χρήσης ) του Β και συγκεκριμενοποιεί την έννοια του οικονομικού προβλήματος και της στενότητας.
Αν θέλουμε να μετρήσουμε το βαθμό ανταπόκρισης της ζήτησης του αγαθού χ σε μια μεταβολή όχι της τιμής του αλλά της τιμής ενός άλλου αγαθού χ2, τότε έχουμε την περίπτωση της σταυροειδούς ελαστικότητας. Χρησιμοποιούμε την έννοια της σταυροειδούς ελαστικότητας προκειμένου να διακρίνουμε αν τα αγαθά είναι συμπληροματικά μεταξύ τους (π.χ. καφές-ζάχαρη) ή αν είναι υποκατάστατα (π.χ. κρέας-ψάρια). Αν η ελαστικότητα ζήτησης είναι μεγαλύτερη του μηδενός τότε μιλάμε για υποκατάστατα αγαθά. α)Υποκατάστατα αγαθά Αν η τιμή των ψαριών αυξηθεί, τότε η ζητούμενη ποσότητα τους θα μειωθεί και συνεπώς θα αυξηθεί η ζήτηση για το κρέας (εφόσον η τιμή του κρέατος παραμείνει σταθερή). Επομένως έχουμε θετική σταυροειδή ελαστικότητα, που υποδηλώνει ότι το κρέας και το ψάρι είναι υποκατάστατα αγαθά. β)Συμπληρωματικά αγαθά Αν αυξηθεί η τιμή του καφέ, τότε θα μειωθεί η ζήτηση του, καθώς επίσης θα μειωθεί και η ζήτηση για ζάχαρη. Επομένως, έχουμε αρνητική σταυροειδής ελαστικότητα, που υποδηλώνει ότι ο καφές και η ζάχαρη είναι συμπληρωματικά αγαθά.
Στην εποχή μας, οι κυριότεροι οικονομικοί στόχοι είναι οι ακόλουθοι: 1. Πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού 2. Οικονομική ανάπτυξη 3. Σταθερότητα των τιμών 4. Δικαιότερη κατανομή του πλούτου της κοινωνίας 5. Κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης 6. Ισορροπία στο λογαριασμό των εξωτερικών πληρωμών 7. Προστασία του φυσικού περιβάλλοντος
Η αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος επιβάλλει την λήψη αποφάσεων, προκειμένου να δοθούν λύσεις σε θέματα όπως: Ποιά αγαθά πρέπει να παραχθούν και σε ποιά ποσότητα. Πως θα παραχθούν τα αγαθά που έχουν επιλεγεί. Πως θα διανεμηθεί το παραγόμενο προιόν. Ποιός μέρος θα επιλεγεί για την παραγωγική δραστηριότητα.